- προσδοκώ
- (I)προσδοκῶ, -άω, ΝΜΑ, ιων. τ. προσδοκέω Απεριμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο, ελπίζω («προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῡ μέλλοντος αἰῶνος», Σύμβ. Πίστ.)νεοελλ.1. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) το προσδοκώμενοκατηγορία τού συντακτικού που δηλώνεται με υποτακτική έγκλιση και εκφράζεται κατ' εξοχήν σε ένα από τα είδη τών υποθετικών λόγων και στις αντίστοιχες χρονικές προτάσεις2. φρ. α) «προσδοκώμενο κέρδος» — το αναμενόμενο κέρδος από μία επιχειρηματική δραστηριότητα αβέβαιης έκβασηςβ) «προσδοκώμενη διάρκεια ζωής» — η μέση διάρκεια ζωής όντος ή πράγματοςαρχ.1. αναμένω να συμβεί κάτι με φόβο και αγωνία («προσδοκέοντας ἀπολέεσθαι», Ηρόδ.)2. υποθέτω ότι κάποιος κάνει κάτι ή ότι κάποιο πράγμα είναι έτσι («προσδοκῶντα καὶ τὸν ποιητὴν εὖ λέγειν τό», Πλάτ.)3. διστάζω, ενδοιάζω.————————(II)-έω, Α(πιθ. γρφ. αντί πρὸς δοκῶ) θεωρούμαι, νομίζομαι («ἀπειρόκαλος προσέδοξεν είναι», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.